διοίκηση

διοίκηση
Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις περιπτώσεις της δημόσιας δ. και της δ. των επιχειρήσεων. δημόσια δ.Με τον όρο δημόσια δ. ή απλώς δ. νοείται το σύνολο των διοικητικών υπηρεσιών. Ο όρος είναι ευρύς και περιλαμβάνει το σύνολο της πρακτικής δραστηριότητας του κράτους στις πολύμορφες εκδηλώσεις του, εκτός από τις υπηρεσίες που υπάγονται στη νομοθετική και στη δικαιοδοτική λειτουργία. Η δ. πρέπει, ωστόσο, να διαχωρίζεται από την κυβέρνηση ως υπεύθυνη λειτουργία και όργανο που –υπό τον έλεγχο του αντιπροσωπευτικού σώματος στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα– χαράσσει τις βασικές κατευθύνσεις της κρατικής δράσης. Μαζί όμως, κυβέρνηση και δ. αποτελούν την εκτελεστική λειτουργία και έχουν επικεφαλής τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή τον ανώτατο άρχοντα. Στο συλλογικό σύστημα διακυβέρνησης η δ. διαιρείται σε διευρυμένους τομείς, που διαμορφώνονται σύμφωνα με τις ανάγκες ή τις αντιλήψεις που επικρατούν κάθε φορά: πρόκειται για τα υπουργεία, τα οποία αποτελούν οργανικά σύνολα κεντρικών ή αποκεντρωμένων υπηρεσιών, με καθορισμένη ιεραρχία που καταλήγει σε έναν πολιτικό υπεύθυνο, τον υπουργό. Ως προς την εξάρτηση αυτή υπάρχουν τυπικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί στην περίπτωση του υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι υπαγορεύονται από τη δικαστική ανεξαρτησία. Σε φιλελεύθερα καθεστώτα υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις αποκέντρωσης, ιδίως στον τομέα της λεγόμενης ακαδημαϊκής ελευθερίας. H εσωτερική οργάνωση της δ. ποικίλλει, αλλά γενικά στη σύγχρονη εποχή επικρατεί το λεγόμενο γραφειοκρατικό σύστημα. Εξάλλου, κατά κανόνα υπάρχει συνδυασμός μονοπρόσωπου και συλλογικού συστήματος, δηλαδή οι αποφάσεις ή οι ενέργειες απορρέουν από μονοπρόσωπαόργανα κατάλληλα εξουσιοδοτημένα (υπουργούς, τμηματάρχες, διευθυντές, γενικούς διευθυντές κλπ.) ή προϋποθέτουν την παρέμβαση συλλογικών οργάνων (συμβουλίων ή επιτροπών). Τα όργανα αυτά εκφέρουν είτε απλή, μη δεσμευτική αλλά νομικά απαραίτητη γνώμη, είτε σύμφωνη, δηλαδή δεσμευτική γνώμη γι’ αυτόν που εκδίδει την πράξη. Τα μέσα δράσης της δ. είναι πολλαπλά και εκτείνονται από τις ευρύτατες κανονιστικές πράξεις (διοικητικά διατάγματα, εγκύκλιοι, αστυνομικές διατάξεις κλπ.) έως τις ατομικές πράξεις και ενέργειες (διοικητικές άδειες, διαταγές, υλικές ενέργειες). Για την υλοποίηση των σκοπών της, όπως για παράδειγμα για την εκτέλεση δημοσίων έργων, η δ. προσφεύγει πολλές φορές στη συνεργασία ιδιωτών ή οργανισμών. Τα όρια της διοικητικής δράσης ρυθμίζονται από το Σύνταγμα, τους νόμους και τα διατάγματα, καθώς και από τις γενικές αρχές του δικαίου. Στα πλαίσια αυτά η σύγχρονη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει διαμορφώσει, πέρα από την έννοια της τυπικής νομιμότητας, την έννοια της χρηστής δ., δηλαδή της δ. που όχι μόνο είναι νόμιμη και μη αυθαίρετη, αλλά και εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο δημόσιους ή κοινωφελείς σκοπούς. Επιπλέον, έχει διευκρινιστεί ότι το έργο της δημόσιας δ. δεν είναι η απλή εκτέλεση των νόμων αλλά και η προαγωγή του κοινού συμφέροντος –στα πλαίσια των ορίων που αναφέρθηκαν– κατά τρόπο πρωτότυπο και δημιουργικό. δ.επιχειρήσεων.Επιστημονικός κλάδος που προέκυψε από τη δημιουργία μεγάλων οικονομικών επιχειρήσεων και από την υιοθέτηση νέων μεθόδων επιχειρηματικής δράσης. Πράγματι, η διεύθυνση των σύγχρονων οικονομικών μονάδων απαιτεί όχι μόνο τη χρησιμοποίηση πολυάριθμου προσωπικού αλλά και την εφαρμογή μεθόδων επιλογής αυτού του προσωπικού, καθώς και την κατάλληλη οργάνωση της εργασίας μέσα και έξω από την επιχείρηση· απαιτεί επίσης εφαρμογή ανεπτυγμένων λογιστικών συστημάτων, υψηλής στάθμης παραγωγικών μέσων, συστηματική μελέτη και διεύρυνση των αγορών, ανάπτυξη των δημοσίων σχέσεων, ιδιαίτερη ενασχόληση για την παρακολούθηση της κρατικής οικονομικής πολιτικής, των δραστηριοτήτων των ομάδων πίεσης, ακόμα και των διεθνών σχέσεων, στην περίπτωση επιχειρήσεων με υπερεθνικές δραστηριότητες. Οι ανάγκες αυτές τροφοδότησαν μία μακρά συζήτηση σχετικά με τα θέματα που αναφέρθηκαν, οδήγησαν στη δημιουργία πανεπιστημιακών εδρών και στην ίδρυση πολυάριθμων ινστιτούτων δ. επιχειρήσεων, όπου μελετώνται τα πολύπλευρα θέματα που αντιμετωπίζει η διαχείριση και ανάπτυξη των μεγάλων και μικρών σύγχρονων οικονομικών επιχειρήσεων. δ.αλλοτρίων(Νομ.). H περίπτωση που κάποιος αναλαμβάνει τη φροντίδα ξένης υπόθεσης χωρίς την εντολή του κυρίου της. Οι σχετικές διατάξεις που αφορούν τη δ. αλλοτρίων ρυθμίζονται από τον Α.Κ. Βασική προϋπόθεση είναι η δ. να γίνεται σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου. Δημιουργείται έτσι μια σχέση ανάμεσα στον διοικητή και στον κύριο της υπόθεσης, από την οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τον καθένα, σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να γίνεται η δ., με τις ευθύνες για τις τυχόν ζημιές καθώς και με την απόδοση των δαπανών και τη λογοδοσία του διοικητή. Βασικό κριτήριο είναι το συμφέρον του κυρίου της υπόθεσης και η ανάγκη που επέβαλε την επέμβαση του διοικητή. Λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα του διοικητή και οι δυνατότητες να αποφευχθεί τυχόν κίνδυνος, όπως, για παράδειγμα, o διοικητής να ιδιοποιηθεί την ξένη υπόθεση και να τη διοικεί ως δική του. Στην περίπτωση αυτή, παράλληλα με τις τυχόν συνέπειες αδικήματος, εφαρμόζονται και οι διατάξεις της δ. αλλοτρίων, αλλά ο διοικητής μπορεί να αξιώσει τις δαπάνες που έκανε, μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού· στη γνήσια περίπτωση δ. αλλοτρίων η αξίωση των δαπανών καλύπτεται από τις διατάξεις της εντολής.
* * *
η (AM διοίκησις) [διοικώ]
διεύθυνση, διακυβέρνηση
νεοελλ.
1. διοικητική διαίρεση μιας χώρας
2. διοικητική αρχή
3. η προϊσταμένη αρχή, το σύνολο τών προϊσταμένων μιας υπηρεσίας
4. το κτήριο όπου στεγάζεται η διοίκηση, διοικητήριο
αρχ.-μσν.
1. επαρχία στη δικαιοδοσία επισκόπου, επισκοπή
2. διαχείριση εκκλησιαστικής ή μοναστηριακής περιουσίας
μσν.
1. τακτοποίηση ή συντήρηση
2. φρ. «δημόσιαι διοικήσεις» — δημόσια λειτουργήματα
αρχ.
1. συντήρηση, φροντίδα σπιτιού
2. διευθέτηση τών αναγκαίων, εξοικονόμηση
3. δαπάνες, έξοδα
4. (στη Ρώμη) μικρή επαρχία
5. σύνολο επαρχιών
6. γεν. επιμέλεια, περιποίηση
7. χρηματικός απολογισμός
8. μίσθωση, νοίκιασμα αγρού
9. «ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως» — αυτός που διευθύνει τις οικονομικές υπηρεσίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διοίκηση — η 1. διεύθυνση, διακυβέρνηση: Η διοίκηση της επιχείρησης είναι πολύ αποτελεσματική. 2. διοικητική υποδιαίρεση μιας χώρας. 3. το διοικητήριο, η έδρα του διοικητή: Χρειάζεται να πας στη διοίκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διοικήσῃ — διοικήσηι , διοίκησις housekeeping fem dat sg (epic) διοικέω keep house aor subj mid 2nd sg διοικέω keep house aor subj act 3rd sg διοικέω keep house fut ind mid 2nd sg διοικέω keep house aor subj mid 2nd sg διοικέω keep house aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημόσια διοίκηση — Όρος που αφορά το σύνολο των δημοσίων υπηρεσιών καθώς και τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τον τρόπο λειτουργίας τους. Παράλληλα, με τον όρο δ.δ. χαρακτηρίζεται και η κρατική εξουσία που ασκείται από τις… …   Dictionary of Greek

  • Военно-воздушные силы Кипра — Διοίκηση Αεροπορίας Военно воздушные силы Кипра Эмблема ВВС Кипра Год формирования декабря 1963 года Страна Кипр Подчинение Министерство оборо …   Википедия

  • Военно-воздушные силы Республики Кипр — Διοίκηση Αεροπορίας Воздушное командование Республики Кипр Эмблема воздушного командования Республики Кипр Годы существования с декабря 1963 года Страна …   Википедия

  • Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal …   Wikipedia

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”